αποδημώ — αποδημώ, αποδήμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποδημώ — (AM ἀποδημῶ, έω) [απόδημος] 1. φεύγω από την πατρίδα, ταξιδεύω στο εξωτερικό 2. είμαι μακριά από κάπου μσν. νεοελλ. αποδημώ ή «ἀποδημῶ εἰς Κύριον» πεθαίνω μσν. 1. σταματώ να κάνω κάτι 2. καταφεύγω σε κάτι … Dictionary of Greek
αποδημώ — ησα, φεύγω από την πατρίδα μου, ξενιτεύομαι: Αρκετές χιλιάδες Έλληνες αποδημούν κάθε χρόνο· φρ. «απεδήμησεν εις Κύριον», πέθανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποδήμῳ — ἀπόδημος away from one s country masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποδημώ — έω, Α [ἀποδημῶ] αποδημώ μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
αποδημητικός — ή, ό (Α ἀποδημητικός, ή, όν) [αποδημώ] αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός νεοελλ. «ἀποδημητικά πτηνά» τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν αρχ. 1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει 2. θνητός … Dictionary of Greek
εκτοπίζω — (AM ἐκτοπίζω) απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω νεοελλ. 1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω 2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση… … Dictionary of Greek
μεταναστεύω — (ΑΜ μεταναστεύω) [μετανάστης] εγκαταλείπω έναν τόπο διαμονής και μεταβαίνω σε άλλον, γίνομαι μετανάστης, μετοικώ, αποδημώ αρχ. 1. μέσ. μεταναστεύομαι απομακρύνομαι, φεύγω, μετοικώ («μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον», ΠΔ) 2. μτφ. (σχετικά με… … Dictionary of Greek
μεταχωρώ — μεταχωρῶ, έω (Α) 1. μεταβαίνω σε άλλο μέρος, μετακινούμαι, αναχωρώ 2. αποσύρομαι, απέρχομαι από συνεδρία ή συγκέντρωση 3. (για το έμβρυο που βρίσκεται στη μήτρα) μεταβάλλω θέση 4. (για αποδημητικά πτηνά) αποδημώ, μεταναστεύω 5. (για πρόσωπα)… … Dictionary of Greek
μετεκδημώ — μετεκδημῶ, έω, (Α) αποδημώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκ δημῶ «αλλάζω τόπο διαμονής»] … Dictionary of Greek